μουστακαλής

μουστακαλής
ο усач, человек с большими усами

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μουστακαλής" в других словарях:

  • μουστακαλής — ο αυτός που έχει μεγάλο ή παχύ μουστάκι: Τον άρπαξε από το γιακά ένας μουστακαλής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μουστακαλής — ο αυτός που έχει μεγάλο μουστάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουστάκα + κατάλ. λής (πρβλ. παρα λής)] …   Dictionary of Greek

  • κλανομουστάκης — κλανομουστάκης, ὁ (Μ) (σκωπτικά) μουστακαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάνω + μουστάκι] …   Dictionary of Greek

  • μουστάκης — μουστάκης, ὁ (Μ) μουστακαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουστάκι(ν) + κατάλ. ης] …   Dictionary of Greek

  • μουστακάς — ο ο μουστακαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουστάκι + κατάλ. άς] …   Dictionary of Greek

  • πάνουρος — ο ζωολ. γένος μικρών στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας muscicapidae, με κόκκινα φτερά και σταχτογάλαζη κεφαλή διακοσμημένη στα πλάγια με ένα ζεύγος μαύρα μουστάκια, που ζουν στην Ευρώπη, κν. μουστακαλής …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»